- υποκύπτω
- céder
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὑποκύπτω — stoop under a yoke pres subj act 1st sg ὑποκύπτω stoop under a yoke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ … Dictionary of Greek
υποκύπτω — υποκύπτω, υπέκυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποκύπτω — υπόκυψα και υπέκυψα 1. κυριολ. και μτφ., σκύβω κάτω από το ζυγό (κάτω από την κυριαρχία κάποιου), εγκαταλείπω κάθε αντίσταση, υποτάσσομαι: Οι Έλληνες υπέκυψαν στους Ρωμαίους. 2. πεθαίνω: Από την ακατάσχετη αιμορραγία υπέκυψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκύπτῃ — ὑποκύπτω stoop under a yoke pres subj mp 2nd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke pres ind mp 2nd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύψει — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj act 3rd sg (epic) ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind mid 2nd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύψουσι — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj act 3rd pl (epic) ὑποκύπτω stoop under a yoke fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύψουσιν — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj act 3rd pl (epic) ὑποκύπτω stoop under a yoke fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύψῃ — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj mid 2nd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke aor subj act 3rd sg ὑποκύπτω stoop under a yoke fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυπτόντων — ὑποκύπτω stoop under a yoke pres part act masc/neut gen pl ὑποκύπτω stoop under a yoke pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυψάντων — ὑποκύπτω stoop under a yoke aor part act masc/neut gen pl ὑποκύπτω stoop under a yoke aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)